- ξεστουπώνω
- ξεβουλλώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + στουπώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεστουπώνω — ξεστούπωσα, ξεστουπώθηκα, ξεστουπωμένος, αφαιρώ το στούπωμα, ξεβουλώνω, αποφράζω: Ξεστούπωσα το νεροχύτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκφράσσω — και ξεφράζω (Μ ἐκφράζω, Α ἐκφράσσω, αττ. τ. ἐκφράττω) βγάζω τον φραγμό, παραμερίζω το φράγμα, ανοίγω κάτι βουλλωμένο, φραγμένο, ξεφράζω, ξεβουλλώνω, ξεστουπώνω … Dictionary of Greek
ξεστουπωτήρι — το εργαλείο που χρησιμοποιείται για ξεστούπωμα, για ξεβούλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεστουπώνω + επίθημα τήρι (πρβλ. σουρω τήρι)] … Dictionary of Greek
ξεστούπωμα — το [ξεστουπώνω] ξεβούλλωμα … Dictionary of Greek